- φιλιάτρως
- φιλίατροςfriend of the art of medicineadverbialφιλίατροςfriend of the art of medicinemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλιατρός — και φιλοΐατρος, ον, Α αυτός που αγαπά την ιατρική τέχνη. επίρρ... φιλιάτρως Α με αγάπη για την ιατρική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἰατρός] … Dictionary of Greek